καυσώδη

καυσώδη
καυσώδης
suffering from heat
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
καυσώδης
suffering from heat
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
καυσώδης
suffering from heat
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καυσώδης — καυσώδης, ῶδες (ΑΜ) [καύσος] αυτός που επιφέρει καύσο, θερμότητα, πολύ ζεστός, καυματώδης («σκληρά καὶ καυσώδεα ὕδατα», Ιπποκρ.) αρχ. 1. αυτός που υποφέρει από καύσωνα, ξερός («καυσώδης καὶ ξηρὰ γῆ», Θεόφρ.) 2. αστρολ. (για τα ζώδια) αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”